- αντιστράτηγος
- οανώτατος αξιωματικός στο στρατό ξηράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντιστράτηγος — enemy s general masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστράτηγος — ο (Α ἀντιστράτηγος) νεοελλ. ανώτατος αξιωματικός στον στρατό ξηράς, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο αρχ. 1. ο στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος 2. ο υποστράτηγος του στρατηγού στη Ρώμη … Dictionary of Greek
ἀντιστρατήγοις — ἀντιστράτηγος enemy s general masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατήγου — ἀντιστράτηγος enemy s general masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατήγους — ἀντιστράτηγος enemy s general masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατήγων — ἀντιστράτηγος enemy s general masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατήγῳ — ἀντιστράτηγος enemy s general masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστράτηγοι — ἀντιστράτηγος enemy s general masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστράτηγον — ἀντιστράτηγος enemy s general masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek